- μελιστάλαχτος
- -η, -ο1. αυτός από τον οποίο στάζει μέλι, μελισταγής2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («μελιστάλαχτο χαμόγελο»).επίρρ...μελιστάλαχταμε μελιστάλαχτο, γλυκύτατο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Φραγκ. Σκούφο].
Dictionary of Greek. 2013.